cónego - ορισμός. Τι είναι το cónego
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι cónego - ορισμός

Cónego; Cabido; Cônegos; Conesia; Canonicato

Cónego         
m.
Clérigo secular, que faz parte de um cabido, e ao qual impendem obrigações religiosas numa sé ou collegiada.
(Do lat. canonicus)
Cônego         
thumb|upright|Modelo do brasão de armas de um Cónego Católico
cônego         
sm (lat canonicu)
1 Clérigo que é membro de um cabido, e ao qual impendem obrigações religiosas em uma sé ou colegiada
Col: cabido, conezia. Fem: cônega, canonisa.
2 Indivíduo que vive à regalada e com pouco trabalho
C. regrante: o que está sujeito à regra monástica.

Βικιπαίδεια

Cônego

Cônego (português brasileiro) ou cónego (português europeu) (do latim canonĭcus pelo grego antigo κανονικός, de κανών, "regra") é o presbítero que vive sob uma regra que o obriga a realizar as funções litúrgicas mais solenes na igreja catedral ou colegiada. O conjunto dos cônegos forma o Cabido (do latim Capitulus) ou seja o colégio reunido sob uma mesma cabeça, um chefe ou superior. O Cabido, seja catedralício ou colegial, é obrigado a ter seus estatutos próprios estabelecidos por legítimo acto capitular e aprovados pelo bispo diocesano (can. 504).